ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΜΟΥ ΝΙΚΟΥ Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
του Τάση Παπαϊωάννου, αρχιτέκτονα-ομότιμου καθηγητή Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Περπατώ στο στενό πεζοδρόμιο. Ο δρόμος ανηφορικός, διασχίζει την Ιπποκράτους, μετά την Ασκληπιού και συνεχίζει προς τις παρυφές του Λυκαβηττού. Δεξιά και αριστερά, καθώς ανεβαίνεις, στέκουν κτίρια διαφορετικών εποχών, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν σε παράταξη, να πιστοποιούν την αρχιτεκτονική ιστορία της πρωτεύουσας. Νεοκλασικά με μικρά μπαλκόνια και περίτεχνα κάγκελα πάνω σε μαρμάρινα φουρούσια, μεσοπολεμικά με μεγάλα έρκερ να ξεπροβάλλουν πάνω από τον δρόμο, πολυκατοικίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60 κι άλλες πιο σύγχρονες.
Βλέπω πάνω στις προσόψεις τη μαστορική των διαφορετικών εποχών. Τη χειρωναξία των παλαιών τεχνιτών αποτυπωμένη πάνω σε πέτρες, σοβάδες, ξύλα, σίδερα, θαρρείς και κρυσταλλοποιήθηκε η τέχνη τους από τον χρόνο. Σαν ο μόχθος του μάστορα να μεταμόρφωσε το ακατέργαστο υλικό, να του έδωσε μορφή κι άλλη οντότητα απ’ αυτήν που είχε. Την ίδια στιγμή, βλέποντας τα κτίρια των διαφορετικών εποχών, συνειδητοποιείς τη σταδιακή αντικατάσταση της χειρωνακτικής εργασίας από τη μηχανή. Το χτίσιμο που μετατρέπεται σε συναρμολόγηση έτοιμων προκατασκευασμένων υλικών στο γιαπί. Το χτίσμα απογυμνώνεται σιγά σιγά από τις κατασκευές εκείνες που τις χαρακτήριζαν η τέχνη και το μεράκι του μάστορα και γίνονται ολοένα και περισσότερο απρόσωπες, αδιάφορες, άτεχνες. Η μηχανή παίρνει ολοένα και περισσότερο τη θέση του ανθρώπου.
Παρατηρώ τις πόρτες καθώς περνάω δίπλα τους. Λίγα μαρμάρινα σκαλοπάτια σε ανεβάζουν στην είσοδο του δίπατου νεοκλασικού. Η δίφυλλη ψηλόλιγνη ξύλινη εξώθυρα, μ’ έναν φεγγίτη στο πάνω μέρος, φωτίζει το ψηλοτάβανο χολ του σπιτιού. Πλαισιώνεται από δύο μαρμάρινες παραστάδες που στέκουν σαν δύο φύλακες του σπιτιού, δεξιά και αριστερά της. Πάνω της βλέπεις τη χειροποίητη κατεργασία του ξυλουργού στους ταμπλάδες με τις πλανισμένες διατομές και τον ρόδακα στο κέντρο τους, ενώ σε κάθε φύλλο της, ένα μικρό παράθυρο κρύβεται πίσω από μια περίτεχνη σιδεριά. Ανοίγει όταν ο ιδιοκτήτης θέλει να δει ποιος είναι ο επισκέπτης που χτυπάει το κουδούνι και παλιότερα το ορειχάλκινο ρόπτρο, με τον μεταλλικό ξερό χαρακτηριστικό ήχο του. Το σπίτι μένει προφυλαγμένο από τον δρόμο και το άνοιγμα της πόρτας σε προσκαλεί να διαβείς το κατώφλι και να εισέλθεις μέσα, για να ανακαλύψεις αυτό που είναι κρυμμένο στο εσωτερικό του.
Λίγο πιο πάνω στέκει μια τριώροφη μεσοπολεμική πολυκατοικία με το χαρακτηριστικό της έρκερ να εξέχει και να κρέμεται πάνω από το πεζοδρόμιο, σαν σήμα κατατεθέν της ηλικίας της. Το καλοπελεκημένο αρτιφισιέλ πάνω στους τοίχους της έχει το χρώμα της άμμου κι άμα πλησιάσεις κοντά, θα διακρίνεις τις «αχιβάδες» που διαμορφώνουν την επιφάνειά τους, η μία δίπλα στην άλλη, σαν σφραγίδες που πιστοποιούν την εργασία των «πελεκάνων», των έμπειρων εκείνων μαστόρων που δούλευαν με τα εργαλεία τους πάνω στις σκαλωσιές όταν ακόμη ήταν νωπό το επίχρισμα. Η είσοδος, τραβηγμένη σε υποχώρηση, ορίζεται από ένα μεταλλικό υαλοστάσιο, μια μαύρη σιδεριά και στο κέντρο της μια βαριά σφυρήλατη τζαμόπορτα. Καμωμένη με λάμες, λαμαρίνες και πριτσίνια να την κρατούν ακέραια, θαρρείς και δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που την τοποθετούσαν στη θέση της. Μέσα από το τζάμι διακρίνεις το μαρμάρινο δάπεδο και στο βάθος το κλιμακοστάσιο να περιτριγυρίζει το χαρακτηριστικό ασανσέρ με το πλέγμα και τον ξύλινο θάλαμο, που περιμένει τον επισκέπτη για να τον ανεβάσει στους ορόφους. Εδώ η είσοδος δεν αποκρύβει το εσωτερικό, αλλά «ανοίγεται» προς την πόλη και τον περαστικό, αποτελώντας τον ενδιάμεσο χώρο μετάβασης, από το δημόσιο στο ιδιωτικό. Το κλειστό παραδοσιακό «κουτί» αρχίζει να διαλύεται και το όριο ανάμεσα στο μέσα και στο έξω επανασχεδιάζεται με νέους όρους.
Απέναντι βρίσκεται μια νεότερη πολυκατοικία της δεκαετίας του ’70. Η όψη της τυποποιημένη, με συνεχή επάλληλα στενόμακρα μπαλκόνια να τεμαχίζουν σε οριζόντιες φέτες την πρόσοψη, ενώ πιο μέσα τα ρετιρέ σε εσοχή, μοιάζουν με υπερμεγέθη σκαλοπάτια που σε ανεβάζουν προς τον ουρανό. Ενα από τα πάμπολλα κτίρια που ακολουθούν πιστά το μοντέλο της εργολαβικής πολυκατοικίας της αντιπαροχής, τα οποία άλλαξαν μια για πάντα την Αθήνα και που πλημμύρισαν μέσα σε λίγα χρόνια ολόκληρο το Λεκανοπέδιο. Τα τζαμένια διαχωριστικά στα μπαλκόνια αποτελούν τη μόνη ένδειξη για την εσωτερική οργάνωση του χώρου σε δυάρια, τριάρια, τεσσάρια… Κάτω στο πεζοδρόμιο, η είσοδος κλείνει με μια ανοδιωμένη αλουμινένια τζαμαρία, όπως και τα καταστήματα δεξιά και αριστερά της. Πίσω από το τζάμι διακρίνεις το μικρό γραφειάκι που κάποτε έστεκε ο θυρωρός, ενώ στο πλάι, πάνω στον λαμπά του τοίχου τα κουδούνια των ενοίκων με τη θυροτηλεόραση που τον αντικατέστησε.
Ετσι καθώς ανηφορίζεις, είναι σαν να κινείσαι μέσα στον χρόνο, σαν να βηματίζεις από τη μια δεκαετία στην άλλη, κάνοντας ένα νοερό ταξίδι στο παρελθόν. Κάθε πόρτα κι ένα κατώφλι σ’ άλλους χρόνους, σ’ άλλους καιρούς. Κάθε κτίριο διηγείται την ιστορία της δικής του εποχής, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον τρόπο κατασκευής του ή το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο της έκφρασής του, αλλά προπάντων τον τρόπο ζωής που καθόρισε την εσωτερική του οργάνωση και τη συνθετική δομή του. Αναπόφευκτα, δεν μπορεί παρά να παρασυρθείς σε αναπολήσεις και σε σκέψεις για το χθες, αλλά και το σήμερα της αρχιτεκτονικής. Για την ίδια την πόλη που σαν καθρέφτης απεικονίζει στον χώρο το πρόσωπο της νεοελληνικής κοινωνίας. Τον χρόνο που κρυσταλλοποίησε τη ζωή και σαν από θαύμα την έκανε αρχιτεκτονική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου