του Τάση Παπαϊωάννου, Αρχιτέκτονα-ομότιμου καθηγητή Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Παρατηρώ τα κτίρια που χτίζονται ολόγυρα. Μορφές αλλόκοτες, κραυγαλέες, φανταχτερές, σαν να θέλουν να τραβήξουν πάση θυσία πάνω τους την προσοχή των περαστικών. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει αλλάξει τόσο σε σχέση με την ίδια τη συνθετική διαδικασία κατά τη διάρκεια μιας αρχιτεκτονικής μελέτης όσο και με τον τρόπο άσκησης του επαγγέλματός μας. Σκέφτομαι συχνά προς τα πού οδεύει η ελληνική αρχιτεκτονική σήμερα, μέσα σ’ αυτό το εξαιρετικά ρευστό και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Αν είναι όλο κι όλο αυτό που έχει να επιδείξει, μήπως έχει χάσει τελικά κάθε τι που τη συνέδεε με τις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες του κόσμου;
Μια τεράστια αλλαγή που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια είναι ο τρόπος που δουλεύουμε οι αρχιτέκτονες. Η καταγραφή των πρώτων σκέψεων δεν γίνεται πια άμεσα πάνω στη λευκή επιφάνεια του χαρτιού, αλλά διαμεσολαβείται από την οθόνη του κομπιούτερ, από την αρχική ακόμη φάση απεικόνισης της κεντρικής ιδέας του κτιρίου. Τα πρόχειρα και αφαιρετικά σκίτσα με το μολύβι ολοένα και σπανίζουν. Δεν αποτελούν πια εκείνο το πολύτιμο «εργαλείο» με το οποίο ο αρχιτέκτονας «αιχμαλωτίζει» τη γρήγορη και συνεχώς διαφεύγουσα επινόηση της στιγμής. Θαρρείς κι η φαντασία διαρκώς στερεύει. Στεγνώνει και εξατμίζεται πριν καλά καλά εμφανιστεί. Η δύναμη της εικόνας είναι τέτοια που έχει σχεδόν ακυρώσει την επίπονη και βασανιστική, αλλά τόσο σημαντική δημιουργική διαδικασία γέννησης της αρχιτεκτονικής ιδέας.
Τώρα, όπως μαθαίνω από νεότερους συναδέλφους, άλλοι όροι χρησιμοποιούνται για την αρχική φάση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Νέες λέξεις περιγράφουν αυτή την κρίσιμη φάση της μελέτης ενός έργου, όπως π.χ. η λέξη inspiration. Και από τι εξαρτάται η περιβόητη έμπνευση; Η συνήθης πλέον πρακτική είναι να ανατρέχει ο αρχιτέκτων (πριν ακόμη τραβήξει την πρώτη μολυβιά) στο διαδίκτυο και από εκεί να αλιεύει εικόνες υπαρκτών ή όχι κτιρίων, δημιουργώντας έναν κατάλογο εικόνων, ασύνδετων μεταξύ τους, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα και πηγές άντλησης ιδεών. Σαν να διαλέγει από ένα δειγματολόγιο μορφών, λίγο από τη μια, κάτι άλλο από την άλλη, μια μεμονωμένη λεπτομέρεια από κάποια τρίτη, για το πώς θα μπορούσε να είναι αυτό που θα σχεδιάσει.
Η «σύνθεση» έχει χάσει αυτό που τη χαρακτήριζε στο παρελθόν ως συνολικό και αδιαίρετο φαινόμενο. Το κτίριο έτσι προκύπτει από έναν αχταρμά «έτοιμων» μορφών. Μια τεχνητή και άκαρπη συγκόλληση παράταιρων λεπτομερειών, ένα κολάζ άσχετων μεταξύ τους μορφών στον χώρο: μια στέγη από εδώ, ένα μπαλκόνι από εκεί, ένα στέγαστρο παραδίπλα. Ποιος ξέρει: ίσως η αντι-συνθετική αυτή διαδικασία να είναι ό,τι έχει κληροδοτήσει στις νέες γενιές ο κακώς νοούμενος μεταμοντερνισμός. Πιθανόν αυτό να εξηγεί από μια πλευρά και τις αλλοπρόσαλλες μορφές κτιρίων που βλέπουμε τελευταία να χτίζονται τόσο στον τόπο μας όσο και διεθνώς. Πλαδαρές, ασύντακτες, ανούσιες, που δεν υπακούουν σε κανέναν εσωτερικό κανόνα. Απλώς μια επίδειξη αχαλίνωτης και αβαθούς μορφοπλασίας.
Νιώθεις ότι η ισχύς της εικόνας χειραγωγεί τη φαντασία, την ευνουχίζει και τελικά την εκμηδενίζει. Το νέο δεν το χαρακτηρίζει πλέον καμιά καινοτομία, καμιά ουσιαστική και ζωογόνα «εκκεντρικότητα». Σκέφτομαι ότι αυτός ο τρόπος «σύνθεσης», ο οποίος διδάσκεται μάλιστα ως εκπαιδευτική μέθοδος και σε αρκετές σχολές αρχιτεκτόνων, συνιστά τον ορισμό της «απο- σύνθεσης»! Γιατί αρχιτεκτονική σύνθεση σημαίνει να ψάχνεις να βρεις τον δρόμο σου στο σκοτάδι κρατώντας ένα «κερί που τρεμοσβήνει» κι όχι να πορεύεσαι ξέγνοιαστος και περιχαρής σε μια ολοφώτιστη και ασφαλή λεωφόρο.
Το να αλλάζει και να εξελίσσεται η αρχιτεκτονική στο πέρασμα του χρόνου είναι απολύτως φυσικό και αναμενόμενο. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει κερδίσει από τις αλματώδεις τεχνολογικές κατακτήσεις και τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρουν τα ψηφιακά προγράμματα σχεδίασης και τα νέα υλικά δόμησης με τις εξαιρετικές ιδιότητες που έχουν. Ομως την ίδια στιγμή, δεν πρέπει, νομίζω, να μας παρασέρνει ο ενθουσιασμός και να παραβλέπουμε αυτά που κινδυνεύουμε να χάσουμε. Μην τυχόν, δηλαδή, στην προσπάθεια για έναν συνεχή νεωτερισμό και στο κυνήγι μιας συνεχούς πρωτοτυπίας, θυσιάσουμε την «ψυχή» της αρχιτεκτονικής. Τον αναστοχασμό που τόσο έχει ανάγκη η τέχνη μας. Γιατί ισχύει και στη δουλειά μας ακριβώς αυτό που είχε γράψει ο Σεφέρης για την ποίηση: «Μορφή και περιεχόμενο είναι το ίδιο πράγμα, γιατί όταν αλλάζει η μορφή αλλάζει, ουσιαστικά, και το περιεχόμενο»*.
Με την «κοπτοραπτική» των μορφών διαλύουμε και το περιεχόμενο, ακυρώνοντας στην πράξη την ίδια την υπόσταση της αρχιτεκτονικής και το γεγονός ότι είναι η κατ’ εξοχήν «εξυπηρετική τέχνη». Ταυτόχρονα όμως, κινδυνεύουμε να χάσουμε και κάτι από τη «μαγεία» και την ομορφιά της δουλειάς μας: τη χαρά της δημιουργίας. Είναι άλλο πράγμα να βλασταίνει το νέο πάνω στο χώμα το ποτισμένο από τα έργα του παρελθόντος και τελείως διαφορετικό να αντιγράφουμε άκριτα κομμάτια των έργων αυτών και να τα μεταφέρουμε αυτούσια ή κάπως παραλλαγμένα στο δικό μας έργο. Τότε δεν πρόκειται προφανώς για «inspiration», αφού η έμπνευση έχει ακυρωθεί εν τη γενέσει της.
Η έμπνευση δεν εκκινεί μόνον από τις φαντασμαγορικές, αλλά άψυχες εικόνες του διαδικτύου ή παλαιότερα των ιλουστρασιόν περιοδικών. Κυρίως «αρδεύεται» από αυτά που μοιράζεται κάθε φορά ο αρχιτέκτονας με τον εργοδότη του έργου που του εμπιστεύτηκε τον σχεδιασμό του σπιτιού του. Μέσα απ’ αυτή τη συμμετοχική, από κοινού συνθετική διαδικασία, ξεπηδούν οι πιο ρηξικέλευθες ιδέες. «Δοχείο ζωής» είναι το σπίτι, δοχείο που παίρνει μορφή από τους ανθρώπους που το κατοικούν - όχι το αντίστροφο. Νεωτερισμός στην αρχιτεκτονική σημαίνει να μπορέσουμε να εκφράσουμε στον χώρο και σε κάθε ιστορική συγκυρία τον τρόπο ζωής και τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Τότε μόνο δικαιώνεται στην ουσία η επιστήμη και η τέχνη μας.
*Γιώργος Σεφέρης, Ερωτόκριτος, Δοκιμές, Ικαρος, Αθήνα 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου