«Οι αντιστάσεις του παρελθόντος πηγή έμπνευσης των αγώνων του σήμερα». Εκδήλωση στα Προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας [17.12.2024]
Όταν η συλλογική μνήμη εξασθενεί, η κοινωνία κινδυνεύει να ξαναζήσει τις ίδιες τραγωδίες του παρελθόντος που καιροφυλακτούν. Στο όνομα της “εθνικής συμφιλίωσης” που προτάσσεται από κάποιους, δεν μπορεί να εξομοιώνονται οι θύτες με τα θύματα, οι δωσίλογοι προδότες με τους αντιστασιακούς αγωνιστές ή να επιχειρείται να γραφτεί η νεότερη ιστορία στον τόπο μας, αντιστρέφοντας ή υποβαθμίζοντας τα γεγονότα όπως αυτά συντελέστηκαν πραγματικά. Η μνήμη ποτέ δεν είναι ουδέτερη, αδιάφορη, άχρωμη. Έχει χρώμα και μάλιστα έντονο, ανεξίτηλο, με το οποίο την πότισαν μια για πάντα τα ιστορικά γεγονότα. Το να θυμόμαστε, όπως επιχειρεί η σημερινή εκδήλωση στα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας, θωρακίζει τη μνήμη των πολιτών από τη λήθη, αντιστέκεται στις ακροδεξιές αναθεωρητικές προσπάθειες παραχάραξης της ιστορίας, κυρίως όμως στοχεύει στο σήμερα και τους καθημερινούς αγώνες για μια καλύτερη ζωή.
Νομίζω ότι ο ουσιαστικός στόχος των εκδηλώσεων, είναι να δώσουμε φωνή σ’ αυτούς που βρίσκονται από κάτω. Κάτω από το χαλί όπου τους έσπρωξε βάναυσα το σύστημα, ως ανεπιθύμητα σκουπίδια. Να μη φαίνονται, αλλά και να μην ακούγονται. Να μην υπάρχουν και, ει δυνατόν, να θαφτούν μια για πάντα κάτω από τα επάλληλα στρώματα σκόνης της λήθης. Το επιτελικό κράτος που τόσο ανερυθρίαστα προπαγανδίζει η κυβέρνηση, είναι αδίστακτο, αδιάλλακτο, ανάλγητο, εκδικητικό. Δεν αφουγκράζεται καμιά φωνή διαμαρτυρίας, δεν εντοπίζει κανένα πρόβλημα. Κύρια αποστολή του η διαιώνιση του Status Quo, η δουλική υπηρέτηση των συμφερόντων των ολίγων εις βάρος των πολλών.
Η κυρίαρχη εξουσία μέσω του εξευγενισμού που εφαρμόζει σε πολλές γειτονιές της Αθήνας, δεν θέλει να εμφανίζει στις λουστραρισμένες προθήκες της φωταγωγημένης βιτρίνας του την πραγματικότητα της πόλης, τα πολλαπλά της πρόσωπα, τις πάμπολλες ετερότητές της, αλλά επιχειρεί με κάθε μέσον να την αλλοιώσει, να την εξωραΐσει. Να βάλει με τη βία και την καταστολή στη θέση του πραγματικού, έναν εικονικό ειδυλλιακό κόσμο φτιαγμένο στα μέτρα της. Εξαφανίζει αυτό που την ενοχλεί, αυτό που την διαψεύδει, αυτό που είναι δυνατόν να την υπονομεύσει. Όμως όσο κι αν προσπαθεί τόσο ξεφυτρώνουν ακηδεμόνευτα και αυτοοργανωμένα κινήματα πολιτών που διεκδικούν αυτόν τον άλλο τρόπο ζωής, της αυτοδιαχείρισης και χειραφέτησης, αυτόν τον άλλο κόσμο.
Ένας πόλεμος συμβαίνει εκεί έξω στην πόλη, στους δρόμους, στις πλατείες, στα κατειλημμένα κτίρια. Ένας πόλεμος σκληρός, αδυσώπητος με θύματα τους ανίσχυρους, τους αδύναμους, τους απροστάτευτους. Η ανθρώπινη ζωή δεν μετράει το ίδιο για όλους. Μπαίνει πάνω σε μια ζυγαριά που άλλοι την κρατούν, τη ρυθμίζουν κι αποφασίζουν προς τα που κάθε φορά θα γέρνει. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από κοινωνικούς αγώνες, απέναντι σ’ αυτούς που αποφασίζουν για εμάς, χωρίς εμάς. Αγώνες καθημερινής αντίστασης ανθρώπων που δεν το βάλανε κάτω, δεν συμβιβάστηκαν, δεν παραιτήθηκαν, αλλά πάλεψαν να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα, όπως εκείνο τον μακρινό Δεκέμβρη του ‘44, όπως κάθε Δεκέμβρη. Αν αφήνει μια ενεργό και ζωοποιό παρακαταθήκη ο Δεκέμβρης του ’44, είναι η απεριόριστη δύναμη της συλλογικότητας των από κάτω. Αυτή τη δύναμη φοβούνται, αυτή κάθε φορά κτυπούν ανελέητα, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα όνειρα των πολλών, μπορούν να γκρεμίσουν σαν χάρτινο πύργο την εξουσία τους. Είναι αυτός ο ποταμός των ανθρώπων που ξεχύνεται ακάθεκτος στο δρόμο και αγωνίζεται να φέρει στη ζωή πάλι το φως και την ελπίδα. Όχι κάποτε, όχι αύριο, αλλά ΤΩΡΑ!
Στις μέρες μας η επίθεση του ιδιωτικού σε ότι έχει απομείνει δημόσιο είναι πρωτοφανής. Τα πάντα εκποιούνται, οι κοινωνικές κατακτήσεις πριονίζονται, τεμαχίζονται, διαλύονται. Οι κάτοικοι εκδιώκονται από τις γειτονιές που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τα σπίτια τους εκποιούνται αντί πινακίου φακής στο όνομα της «ελεύθερης» -τάχατες- αυτορυθμιζόμενης αγοράς, ενώ μια νέα ύπουλη έκφανση αποικιοκρατίας συντελείται στη χώρα μας – κι όχι μόνο φυσικά.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και εδώ, στο χώρο των Προσφυγικών που βρισκόμαστε σήμερα. Δεν είναι μόνο η μεγάλη αρχιτεκτονική αξία των κτιρίων ως εξαιρετική μεσοπολεμική αρχιτεκτονική, αλλά και και όλα μαζί αποτελούν ένα σπάνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα οικιστικού συγκροτήματος της εποχής, ένα εμβληματικό τοπόσημο της περιοχής. Κυρίως όμως είναι η μακρόχρονη ιστορία που τα συντροφεύει ως τις μέρες μας. Ιστορία της προσφυγιάς η οποία καθόρισε ανεξίτηλα τη φυσιογνωμία της Αθήνας από το 1922 ίσαμε σήμερα.
Σήμερα μια σκοτεινιά απλώνεται πάνω από την πόλη κι ας θέλουν να μας πείσουν ότι όλα κυλούν ομαλά, ενταγμένα μέσα στην κανονικότητα που εκείνοι έχουν εφεύρει. Ο φόβος που τόσο μεθοδευμένα η σύγχρονη βιοπολιτική εξουσία έχει απλώσει πάνω στην κοινωνία δεν έχει προηγούμενο. Επιστρατεύονται τα πάντα προκειμένου να επικρατεί ο ζόφος και όλοι να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα το Θατσερικό δόγμα ΤΙΝΑ. Τη ζούγκλα, δηλαδή, στην οποία επιβιώνει ο ισχυρότερος ή ως υπόδουλος, αυτός που έχει παραιτηθεί και προσαρμοστεί στη νέα (ή σωστότερα στην παμπάλαια) τάξη πραγμάτων.
Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία είναι η αποκρυστάλλωση της ζωής στο χώρο και στο χρόνο. Αποτελούν τα υλικά τεκμήρια του ανθρώπινου πολιτισμού, έτσι όπως αυτός καταγράφεται σε κάθε ιστορική συγκυρία. Όπως αναφέρει ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Δεσποτόπουλος, καθηγητής στο παρελθόν στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ: «Το πρωταρχικό στοιχείο της πόλης είναι η ενεργός κοινότητα των αυτοδιοικούμενων συμπολιτών, οι οποίοι ενσυνείδητα καθόρισαν μία δημόσια και μια ιδιωτική οργάνωση – μια “Δίαιτα” (δηλαδή, έναν κώδικα, ένα Χάρτη) η οποία ορίζει ηθικά και πνευματικά την πολιτική κι επίσης την υλική και καθημερινή ζωή. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή απέκτησε ιδεολογικό περιεχόμενο».
Η πόλη δεν έχει μόνο υλική υπόσταση, δεν είναι, δηλαδή, μόνο το χτισμένο περιβάλλον, αλλά είναι και η ίδια ένας ζωντανός οργανισμός που αλλάζει μέσα στο πέρασμα του χρόνου, όπως αλλάζουμε κι εμείς. Μεγαλώνει, γερνάει, αλλά και ξανανιώνει, εξελίσσεται, μετασχηματίζεται. Τίποτε δεν μένει σταθερό πάνω της. Το χθες δεν είναι το ίδιο με το σήμερα και το αύριο θα είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, που θα ανατείλει μαζί με το ξημέρωμα της καινούριας μέρας.
Η πόλη με κανένα τρόπο δεν είναι ενιαία. Χωρίζεται σε ασύνδετες επικράτειες, χαρακτηρίζεται από ταξικές αντιθέσεις, από κραυγαλέες ανισότητες. Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχουν πολλές πόλεις μέσα στην πόλη, όπως υφίστανται και πολλές πραγματικότητες. Όλα πάνω στο σώμα της είναι ρευστά, δυναμικά, κινούνται διαρκώς και η εικόνα της ποτέ δεν είναι στατική, απαράλλαχτη, αμετακίνητη. Αφουγκράζεται κάθε χτύπο της ζωής, κάθε ψίθυρο και εκφράζει στον χώρο και τον χρόνο το γίγνεσθαι της καθημερινότητάς μας. Την καθορίζουν οι παρουσίες όλων όσων ζουν, και τη στοιχειώνουν οι απουσίες όλων εκείνων που έφυγαν από τη ζωή στο παρελθόν και δεν υπάρχουν πια. Ιστορεί αενάως τις ζωές των κατοίκων της.
Μνημονεύουμε τους ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή και από τους χώρους μέσα στους οποίους έζησαν, τα αντικείμενα που άγγιξαν, σαν όλα να έχουν κάτι απ’ αυτούς, να κρατούν σε πείσμα του χρόνου ζωντανή τη θύμησή τους ή όπως έγραφε ο φίλος Κωστής Παπαγιώργης: «Ο κανόνας είναι αδιάσειστος: μνημονεύουμε το πρότερον, ουδέποτε το νυν».
Περπατoύμε στην πόλη. Κάθε σπιθαμή του εδάφους της μπορεί να διηγηθεί τη θυσία των αγωνιστών που δεν συμβιβάστηκαν, που πάλεψαν για τις ιδέες τους: για ελευθερία, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη για όλες και όλους. Σ’ αυτή τη γωνία δολοφόνησαν τον Πέτρουλα, στην άλλη τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, στα στενά των Εξαρχείων τον Γρηγορόπουλο και λίγο παρακάτω τον Καλτεζά. Βλέπουμε τα συγκεκριμένα σημεία της πόλης και φέρνουμε στον νου μας τα νέα παιδιά που έφυγαν τόσο άδικα από τη ζωή, αλλά την ίδια στιγμή αυτά τα σημεία γίνονται «τόποι προσκυνήματος» στη νεότητα που ονειρεύτηκε την ουτοπία. Στην ταράτσα της Νομικής πριν από 51 χρόνια φοιτητές και φοιτήτριες φώναζαν για την ελευθερία, ενώ αργότερα στο Πολυτεχνείο χιλιάδες άλλοι, μέσα κι έξω από αυτό, εξεγέρθηκαν σε χαλεπούς καιρούς γιατί οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο.
Πόλη είναι κυρίως οι άνθρωποι που κατοικούν σ’ αυτήν και την ζωογονούν με την παρουσία τους. Είναι ο χώρος των κοινών δράσεων, των κοινωνικών διεκδικήσεων, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, είναι κοντολογίς, η χωρική έκφραση του συλλογικού κατοικείν. Είμαστε όλοι Εμείς.
Καθένας βιώνει την πόλη με τον δικό του προσωπικό τρόπο, την αντικρίζει μέσα από τα δικά του μάτια· η πρόσληψή της είναι απολύτως ατομική υπόθεση. Πάντοτε αφηγούμαστε τη δική μας εκδοχή ενός πράγματος, ενός συμβάντος, που διαφέρει από την εκδοχή των άλλων. Είμαστε τα γεγονότα που ζήσαμε και θυμόμαστε. Η πραγματικότητα της πόλης είναι η δική μας κάθε φορά πραγματικότητα. Προβολή στον χώρο των δικών μας αποκλειστικά βιωμάτων, των δικών μας προβλημάτων. Η ζωή της πόλης είναι το άθροισμα όλων αυτών των αναρίθμητων καθημερινών εμπειριών των κατοίκων της. Ζωογονείται από τις αναπνοές των ανθρώπων που ζουν μέσα στις κόγχες των κτιρίων της, σε κάποια γειτονιά, σε κάποιον δρόμο, σε κάποιον όροφο.
Όλα, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο, σιγοψιθυρίζουν τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν μέσα στους χώρους τους. Γιατί τα κτίρια δεν είναι μόνο πέτρες, ξύλα, μπετόν ή τούβλα, αλλά «δοχεία» όπου μέσα τους κουρνιάζει η ζωή, και με την έννοια αυτή είναι και «δοχεία μνήμης», όπως είναι τα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Σαν τα σπίτια να κρατούν φυλαγμένα μέσα στους χώρους τους θραύσματα μνήμης, να αφηγούνται ιδιαίτερες στιγμές άγνωστων καθημερινών βιωμάτων. Σαν τις σφαίρες που άφησαν το αποτύπωμά τους πάνω στους σοβάδες των μεσοπολεμικών κτιρίων, να υπάρχουν εκεί αδιάψευστοι μάρτυρες της ιστορίας των Δεκεμβριανών, ανεπούλωτες πληγές πάνω στο σώμα της πόλης.
Τα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας πρέπει να παραμείνουν ως έχουν μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Τόποι κατοίκησης αλλά και κοινωνικών αγώνων, ζωντανό κύταρο διεκδίκησης και συγκρότησης ενός άλλου τρόπου ζωής. Δεν νοείται καμιά αλλαγή χρήσης των κτιρίων, κανένα μουσείο δεν μπορεί να στηθεί μέσα στο σώμα τους χωρίς να αλλοιώσει το χαρακτήρα τους, το ανεκτίμητο συμβολικό φορτίο που κουβαλούν πάνω τους. Είναι, δηλαδή, τα ίδια τα κτίρια φορείς της ιστορίας τους, που στέκουν in situ, να μνημονεύουν εσαεί την ιστορία της προσφυγιάς.
Κάθε γωνιά της πόλης, κάθε σημείο της, μνημονεύει συγκλονιστικές προσωπικές και συλλογικές ιστορίες, σαν να έχουν χαραχτεί βαθιά πάνω σε δρόμους, σε πλατείες, σε τοίχους, κι ας μην μπορούμε να τις δούμε, παρά μόνο να τις θυμηθούμε. Το παρόν της πόλης γράφεται καθημερινά πάνω στο παλίμψηστο αμέτρητων παρελθόντων, ή όπως το διατυπώνει ωραία ο Fernando Pessoa: «Το παρόν είναι παλαιότατο, διότι όλα όταν υπήρξαν ήταν παρόν». Όλη η πόλη είναι πλημμυρισμένη με μνήμες παρελθόντων χρόνων, έτσι που ο χώρος και ο χρόνος να συστέλλονται και να γίνονται ένα μέσα στη διαχρονική της εξέλιξη. Μόνο αν ενώσεις όλα αυτά τα κατακερματισμένα θραύσματα μνήμης, θα αποκαλυφθεί ολόκληρο το πρόσωπό της, κάθε ψήγμα της αθέατης ιστορίας της. Μνήμες που, όσο κι αν επιχειρήσει κανείς να εξαλείψει από τη συλλογική μνήμη, τόσο αυτές θα ξανάρχονται ολοζώντανες, υπενθυμίζοντας ότι κάποια γεγονότα δεν μπορούν και δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστούν. Αν αφαιρέσεις τις μνήμες μιας πόλης, αν απαλείψεις από το σώμα της το τι συνέβη στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του ’44, είναι σαν να τη σβήνεις από τον χάρτη της Ιστορίας και να βυθίζεται οριστικά μέσα στην άβυσσο του Τίποτα.
[Το κείμενο παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης «80 χρόνια από τα Δεκεμβριανά – Οι αντιστάσεις του παρελθόντος πηγή έμπνευσης των αγώνων του σήμερα» που έγινε την Κυριακή 15.12.2024 στα Προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας]
** Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου