Το εκλεγμένο διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων τους τελευταίους
μήνες της δικτατορίας και στην αρχή της μεταπολίτευσης μέχρι τις πρώτες εκλογές
της Ελένης Πορτάλιου
Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων ‒ ΣΑΔΑΣ όπως
τον γνώρισα προσωπικά ήδη από τους
τελευταίους μήνες της δικτατορίας και σήμερα ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ ‒ έχει μακριά ιστορία. Αποτέλεσε και μπορεί ν’
αποτελέσει ένα κοινό πεδίο δράσης των διαφορετικών επαγγελματικών ομάδων
αρχιτεκτόνων, που αντιμετωπίζουν ανάλογες εργασιακές συνθήκες και έχουν κοινή
βάση την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία όχι μόνο ως επαγγελματική αλλά και
κοινωνική σχέση. Όπως σημειώνει ο Leonardo Benevolo, υπερβαίνοντας άγονες αντιπαραθέσεις
μεταξύ αρχιτεκτονικής/πολεοδομίας και αναζητώντας το κοινωνικό τους νόημα : «η
μαχητική στάση για να διεκδικηθεί ο σφαιρικός χαρακτήρας της
καλλιτεχνικής ευθύνης και η αδυναμία να ξεχωρίσουν οι εκφραστικές επιλογές από
τις καθαρά πρακτικές και επιχειρησιακές, όλα αυτά συνδέονται με την πεποίθηση
ότι η τέχνη – εννοώντας με αυτό την οργάνωση και την τροποποίηση του αστικού
περιβάλλοντος που όλοι ζουν και εργάζονται – είναι μια χαρακτηριστική λειτουργία
ολόκληρης της κοινότητας και γίνεται προς όφελος της κοινότητας σαν τίμημα του
αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος της αυτοκυβέρνησης».
Είναι δύσκολο να στοχαστεί κανείς
ριζικά πάνω στα σημερινά ερείπια του επαγγέλματος και στην επιθυμία
δημιουργικής ενασχόλησης με την αρχιτεκτονική που διακατέχει χιλιάδες
νέες/νέους αρχιτέκτονες αλλά είναι
αδύνατον να πραγματοποιηθεί. Αν οι σημερινές συνθήκες αποστερούν από τους
ανθρώπους το μέλλον, δηλαδή όπως λέει ο Lazzarato «τον
χρόνο ως απόφαση, ως επιλογή, ως δυνατότητα», η αποστέρηση του χώρου όπως
συμπληρώνει ο Χατζημιχάλης ‒ δημόσιας
κυρίως γης αλλά και ιδιωτικής μικρο-ιδιοκτησίας ‒ υποθηκεύει τη δυνατότητα μελλοντικών επιλογών
οι οποίες αφορούν στην κοινή χρήση βασικών υλικών προϋποθέσεων για την
κοινωνική ανασυγκρότηση.
Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων είχε σε
καίριες στιγμές της ιστορίας του μια συνολική οπτική ταυτόχρονα για το
επάγγελμα και τα κοινωνικά πλαίσια της άσκησής του. Όταν στη χρυσή, από πλευράς
αγώνων, δημιουργίας και ελπίδων, 10ετία του 1960 σχεδόν όλοι οι αρχιτέκτονες
προστρέχουν στο Σύλλογο Αρχιτεκτόνων, θέλουν να στηρίξουν την αρχιτεκτονική και
να κατοχυρώσουν θεσμικά τον επαγγελματικό τους ρόλο στη συντελούμενη οικοδομική
κοσμογονία με κίνητρα ευγενή και,
πάντως, μέσα από συλλογικές παρεμβάσεις. Είναι η περίοδος της ενότητας και των
κοινών στόχων, στην οποία η αριστερά
έβαλε τη σφραγίδα της. Οι αρχιτέκτονες θα διεκδικήσουν την κατοχύρωση της
επιστημονικής τους παρουσίας ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την αντιμετώπιση των
οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων του χώρου, θα συνδεθούν με τα προβλήματα αυτά
και θα κάνουν τον σχεδιασμό, την πολεοδομία και τη λαϊκή κατοικία προμετωπίδες
των αγώνων τους.
Στη διάρκεια
της δικτατορίας, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, οι αρχιτέκτονες που
συγκεντρώνονται στο Σύλλογο Αρχιτεκτόνων υλοποιούν αυτό που, πάλι ο Benevolo, σημειώνει : «Ο αρχιτέκτονας πρέπει
ν’ αφιερώνει στην εργασία του ένα τμήμα, σωστά αναλογισμένο, των δυνάμεών του
και να μένει διαθέσιμος, κάθε φορά που υπάρχει η ανάγκη, και για άλλα καθήκοντα
πιο σπουδαία και επείγοντα όπως απέδειξε ο Pagano
στα τελευταία χρόνια της ζωής του». Ο Pagano ήταν Ιταλός Αρχιτέκτονας που συνέλαβαν και εκτέλεσαν
οι ναζί για την αντιφασιστική δράση του.
Ο Σύλλογος
έγινε μια σημαντική εστία αντιδικτατορικού αγώνα σε ευθεία σύγκρουση με το καθεστώς. Η αντιδικτατορική δράση εξόπλισε αρκετούς μ’
ένα ασίγαστο πάθος για τα κοινά
που, όμως, έπρεπε να διανύσει για να καρποφορήσει κοινωνικά και πολιτικά όλες
τις δύσβατες και χαώδεις ατραπούς της μεταπολίτευσης. Η συγκρότηση ενός
αριστερού λόγου καθολικού και ταυτόχρονα εντοπισμένου στην αρχιτεκτονική και
την πόλη περνούσε, τουλάχιστον για τους ανθρώπους της δικής μου παράταξης – της
ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς – μέσα από σοβαρές συγκρουσιακές
αναζητήσεις.
Σε κάθε
περίπτωση, παρά τις διαφορές ανάμεσα στις παρατάξεις της αριστεράς, οι οποίες
κυριαρχούσαν σχεδόν απόλυτα την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο στο Σύλλογο, και
τη διάσπαση του σχετικά ενιαίου επαγγελματικά σώματος των αρχιτεκτόνων, το
πνεύμα της μεταπολίτευσης που σήμερα καταγγέλλουν παλιοί και νέοι συντηρητικοί,
διήρκεσε πολύ και ήταν γόνιμο. Η πρώτη δημόσια παρουσία του Συλλόγου
Αρχιτεκτόνων, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, γίνεται με το συνέδριο του
Ζαππείου που έχει θέμα : «Το επάγγελμα και ο κοινωνικός ρόλος του αρχιτέκτονα». Αρχίζει ένας αγώνας για να κατοχυρωθεί ό,τι
συγκροτεί τον σχεδιασμό, του χώρου που
τότε ήταν ανύπαρκτος και σήμερα, μετά από τόσες συλλογικές προσπάθειες για να
επιβληθεί, κατεδαφίζεται. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αγώνων της εποχής είναι η
στήριξη των αυθαίρετων άστεγων οικιστών στο Πέραμα και η αποτροπή της
εγκατάστασης Διαλυτηρίου Πλοίων στον
κόλπο Ναυαρίνου και Εργοστασίου Αλουμίνας σε απόσταση αναπνοής από το Δελφικό
Τοπίο.
Όταν το ΠΑΣΟΚ
κερδίζει την κυβέρνηση το 1981 και ορίζεται υπουργός Περιβάλλοντος ο Αντώνης Τρίτσης υπάρχει ήδη ένα «πρόγραμμα»
του ΣΑΔΑΣ που προωθεί τον χωρικό σχεδιασμό ως προτεραιότητα κοινωνικά χρήσιμη
και επαγγελματικά σημαντική για χιλιάδες αρχιτέκτονες/πολεοδόμους του δημόσιου
και ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα γίνονται παρεμβάσεις στις διαδικασίες παραγωγής
της οικοδομής, στο χαρακτήρα των κοινωνικών έργων όπως τα σχολικά κτίρια, στην
εκτεταμένη διατήρηση νεότερων μνημείων και αξιόλογων κτιρίων. Προβάλλονται,
επίσης, με συστηματικό τρόπο τα εργασιακά δικαιώματα των διαφορετικών
επαγγελματικών κατηγοριών και η κατοχύρωση των εργασιακών σχέσεων. Ήδη έχει αρχίσει να διαμορφώνεται
ένα νέο τοπίο συλλογικής οργάνωσης με εργασιακούς συλλόγους, το ΤΕΕ και τον νέο
Σύλλογο Αρχιτεκτόνων ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, που θα διαρθρωθεί πανελλαδικά.
Από το τέλος
της δεκαετίας του 1980 και στις δεκαετίες 1990 και 2000 μέχρι την ανώμαλη
προσγείωση στη διαλυτική του επαγγέλματος και της αρχιτεκτονικής κρίση, ο
ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ εκκενώνεται σταδιακά απ’ όλα εκείνα τα νοήματα που τον κρατούσαν
ζωντανό στο παρελθόν. Πρόκειται για μια μεγάλη γραφειοκρατική περίοδο και μια
επικρατούσα στο Σύλλογο πολιτική αντίληψη που αντιστοιχεί στο χρηματιστήριο,
τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την άνοδο των τιμών της οικοδομής, αντίληψη στην
οποία αντιπαρατίθενται οι μειοψηφικές προσπάθειες όσων επιμένουν ν’ αναζητούν τις δυνατότητες ενός ενιαίου
φορέα των αρχιτεκτόνων στις συγκεκριμένες κοινωνικές και επαγγελματικές
συνθήκες.
Σήμερα η
ριζική ήττα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και της ακόμα μεγαλύτερης εντός
των αρχιτεκτόνων μας υποχρεώνει να σκεφτούμε και να δράσουμε ριζικά, παρά τις
τεράστιες δυσκολίες τις οποίες στην αρχή του κειμένου έθεσα.
Ουδέποτε στην
πρόσφατη ιστορία το μέλλον του επαγγέλματος των αρχιτεκτόνων δεν ήταν τόσο
στενά συνδεδεμένο με τις διεξόδους που θ’ αναζητηθούν σε μείζονα κοινωνικά και
πολιτικά επίδικα. Η απαξίωση/αχρηστία της συσσωρευμένης αρχιτεκτονικής γνώσης
απορρέει και συνδέεται με την υφαρπαγή της δημόσιας, εν δυνάμει κοινόκτητης γης
και περιουσίας, που μαζί με την υφαρπαγή της μικρο-ιδιοκτησίας μέσω
πλειστηριασμών, δυσβάστακτης φορολογίας και
αδυναμίας αξιοποίησης, οδηγούν σε οικονομική και κοινωνική κατάρρευση.
Στην καταστροφή συσσωρευμένου φυσικού, υλικού και κοινωνικού πλούτου, με
ιλιγγιώδεις ρυθμούς έναντι του παρελθόντος, από τις δυνάμεις του κεφαλαίου (real estate, ορυκτός πλούτος, «πράσινες»
επενδύσεις, συγκέντρωση και έλεγχος της αγροτικής παραγωγής και του διατροφικού
τομέα σε σύμφυση με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο), είμαστε υποχρεωμένοι για
λόγους επιβίωσης να αντιπαρατάξουμε ένα ριζικό
εναλλακτικό σχέδιο που θα συνθέτει τον κοινό, δημιουργημένο από τη φύση και
τους ανθρώπους πλούτο με τις υπαρκτές και εν δυνάμει δεξιότητες του εργαζόμενου
καθολικού υποκειμένου.
Ο Σύλλογος
Αρχιτεκτόνων ίσως μπορεί, αν επικρατήσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα ανατρεπτικού
στοχασμού και πρακτικής, να συλλάβει, μέσα από την ενεργοποίηση των μελών του,
το μέλλον του χρόνου και του χώρου που σήμερα μας έχουν στερήσει.
5.12.2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου